Η επίθεση εναντίον του πίνακα του Μονέ στο Εθνικό Μουσείο στην Στοκχόλμη αποτέλεσε ακόμη ένα παράδειγμα του αυξανόμενου κύματος κλιματικών ακτιβιστικών ενεργειών που στρέφονται ενάντια σε πολιτιστικά σύμβολα σε όλη την Ευρώπη.
Παρά τις καταγεγραμμένες φθορές, το πρωτοδικείο επέλεξε να αθωώσει τους έξι κλιματικούς ακτιβιστές, επικαλούμενο έλλειψη δόλου, ενώ το Εθνικό Μουσείο μένει επιπλέον χωρίς αποζημίωση.
Όταν το Samnytt πήρε συνέντευξη από τον δικαστή Τόμας Άρβεφορς σχετικά με το γιατί οι δράστες αφήνονται ελεύθεροι, παρά το ότι πολλοί θεωρούν πως πρόκειται για προφανή φθορά ξένης περιουσίας, προέκυψε ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, πρακτικά είναι ελεύθερος δρόμος για παρόμοιες δράσεις στο μουσείο. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ο ψεκασμός μπογιάς μέσα σε ένα μουσείο για ένα κλιματικό μήνυμα με το βάψιμο προσόψεων έξω στην πόλη.
Όταν οι έξι ακτιβιστές από το κλιματικό δίκτυο «Återställ våtmarker» (Αποκαταστήστε τους υγροτόπους) αθωώθηκαν για τη δράση τους στο Εθνικό Μουσείο, η απόφαση προκάλεσε τόσο έκπληξη όσο και κριτική. Παρά το ότι άλειψαν κόκκινη μπογιά στο προστατευτικό γυαλί μπροστά από τον πίνακα του Κλοντ Μονέ Ο κήπος του καλλιτέχνη στο Ζιβερνί, κόλλησαν τα χέρια τους και προκάλεσαν ζημιές τόσο στη κορνίζα όσο και στο γυαλί, το Πρωτοδικείο της Στοκχόλμης αποφάσισε να απορρίψει το κατηγορητήριο και να αθωώσει τους κατηγορούμενους.
Η ασυνήθιστη αυτή απόφαση επαναφέρει στο προσκήνιο μια αυξανόμενη ευρωπαϊκή σύγκρουση ανάμεσα στην κλιματική ακτιβιστική δράση και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρόμοιες ενέργειες έχουν σημειωθεί σε μουσεία στο Λονδίνο, το Βερολίνο, τη Ρώμη και τη Χάγη, με αρκετά ευρωπαϊκά ιδρύματα να εκφράζουν ανησυχίες ότι τα μελλοντικά δάνεια έργων τέχνης ενδέχεται να περιοριστούν εάν η νομική προστασία θεωρείται ανεπαρκής. Πολλά μουσεία έχουν ήδη αναγκαστεί να αυξήσουν τα ασφάλιστρα και να ενισχύσουν τα μέτρα ασφαλείας.
«Απαιτείται δόλος ώστε κάποιος να καταδικαστεί για έγκλημα. Και διαπιστώσαμε ότι δεν είχαν πρόθεση να βλάψουν τον πίνακα.»
— Δικαστής Τόμας Άρβεφορς
Μέλη του δικτύου «Återställ våtmarker» είχαν επίσης αθωωθεί νωρίτερα από το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά τον αποκλεισμό της λεωφόρου Ε4 κοντά στο νοσοκομείο Καρολίνσκα στη Σόλνα, που είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν ασθενοφόρα στην κίνηση.
Καμία ποινή – καμία αποζημίωση
Το Εθνικό Μουσείο δήλωσε ότι η αποκατάσταση κόστισε συνολικά πάνω από 21.000 κορώνες και ότι το προσωπικό αφιέρωσε εργασία αξίας σχεδόν 160.000 κορωνών. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι το μουσείο δεν είχε υποβάλει επαρκώς σαφή τεκμηρίωση για τα έξοδα, και έτσι δεν θα λάβει αποζημίωση για τον καθαρισμό και την αντικατάσταση του γυαλιού.
Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει αναστολή ποινής και ημερήσια πρόστιμα για πέντε από τους ακτιβιστές, καθώς και ποινή φυλάκισης για έναν. Επιπλέον, διεκδικούσε αποζημίωση ύψους 181.149 κορωνών, αλλά το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και έτσι οι ακτιβιστές δεν χρειάζεται να πληρώσουν τίποτα.
«Διαπιστώσαμε ότι δεν είχαν πρόθεση να προκαλέσουν ζημιά»
Για να γίνει κατανοητό το σκεπτικό του δικαστηρίου, το Samnytt επικοινώνησε με τον δικαστή Τόμας Άρβεφορς, ο οποίος ήταν αρμόδιος για την υπόθεση.
Ο πυρήνας της απόφασης αφορούσε το ζήτημα της πρόθεσης. Σύμφωνα με τον Άρβεφορς, αυτό ήταν καθοριστικό για την αθώωση:
– «Για να καταδικαστεί κάποιος για έγκλημα απαιτείται δόλος. Διαπιστώσαμε ότι δεν είχαν πρόθεση να προκαλέσουν ζημιά», δηλώνει ο δικαστής.
Στη συνέχεια επιβεβαίωσε επανειλημμένα ότι σκοπός των ακτιβιστών ήταν η προώθηση πολιτικού μηνύματος κάτι που από μόνο του δεν είναι παράνομο και όχι η καταστροφή του έργου τέχνης.
Όταν ρωτήθηκε αν η απόφαση αυτή μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα μουσεία δεν μπορούν να βασιστούν σε νομική προστασία απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, απάντησε:
– «Όχι, δεν θεωρώ κάτι τέτοιο. Για να υπάρξει καταδίκη απαιτείται δόλος· αυτό δεν μπορεί να παρακαμφθεί.»
Σχετικά με το αν η κοινή γνώμη μπορεί να βρει περίεργο το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να μπει στο Εθνικό Μουσείο, να λερώσει προστατευτικά γυαλιά και κορνίζες και να αθωωθεί, απάντησε:
– «Εμείς οφείλουμε να βασιστούμε στη περιγραφή της πράξης, η οποία ήταν ότι δεν υπήρχε πρόθεση να προκληθεί ζημιά στον πίνακα.»
Όταν ο δημοσιογράφος ρώτησε ευθέως αν κάποιος μπορεί πλέον να πάει στο μουσείο και να ψεκάσει μπογιά στα προστατευτικά γυαλιά χωρίς να φοβάται ποινικές συνέπειες, ο δικαστής απάντησε:
– «Ναι, αν δεν έχει προκληθεί ζημιά και αν δεν υπάρχει πρόθεση πρόκλησης ζημιάς, τότε φυσικά δεν θα υπάρξει καταδίκη. Αυτό είναι αρκετά προφανές. Εμείς ακολουθήσαμε τη νομολογία και τη σχετική θεωρία.»
Η συζήτηση κατέληξε απότομα, καθώς o δικαστής δήλωσε ότι δεν είχε άλλο χρόνο.
Ένα χάσμα ανάμεσα στη νομική ερμηνεία και την κοινή αντίληψη περί δικαίου
Το σκεπτικό του δικαστηρίου βασίζεται σε αυστηρή νομική ερμηνεία. Ωστόσο, παραμένει μια βαθύτερη αντίφαση ανάμεσα στην εκτίμηση της πρόθεσης και στην κοινή λαϊκή αντίληψη περί δικαιοσύνης. Όταν μια πράξη που προκαλεί ορατή ζημιά δεν έχει καμία συνέπεια, δημιουργείται ένα κενό όχι μόνο σε επίπεδο δικαίου, αλλά και στο δημόσιο αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς το σύστημα που υποτίθεται ότι προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά.
Συντακτική ομάδα

Inga kommentarer:
Skicka en kommentar