Στις 1 Σεπτεμβρίου 1933, η εφημερίδα Göteborgs Handels- och Sjöfartstidning δημοσίευσε εκτενές άρθρο για τις ανασκαφές στο Βουνί της Κύπρου από τη σουηδική αποστολή του Erik Gjerstad.
Το ρεπορτάζ περιγράφει την ιστορία και την καταστροφή του βασιλικού παλατιού, καθώς και την ανακάλυψη πολύτιμων θησαυρών από χρυσό και ασήμι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Σουηδία και εκτέθηκαν στη Liljevalchs konsthall στη Στοκχόλμη. Το άρθρο παρουσιάζει το Βουνί ως μοναδικό παράδειγμα ελληνικής αρχιτεκτονικής αναδεικνύοντας τη σημασία του μνημείου στην ιστορία των κυπριακών αρχαιολογικών ερευνών.
Ανταπόκριση από την Στοκχόλμη
Στοκχόλμη, 31 Αυγούστου
"Η μάχη μαίνεται γύρω από το βασιλικό παλάτι στον βράχο του Βούνι, στις ακτές της Κύπρου. Οι εχθροί έχουν ήδη περάσει τα τείχη της πόλης και τώρα ορμούν προς το βασιλικό παλάτι. Οι σκάλες και η αυλή με τις κιονοστοιχίες γεμίζουν από τις πολεμικές κραυγές τους· αντιμετωπίζουν μια τελευταία, απελπισμένη αντίσταση στα σκαλοπάτια και στις εισόδους του μεγάρου. Στα πιο απομακρυσμένα διαμερίσματα του παλατιού ακούγεται όλο και πιο κοντά ο άγριος θόρυβος των όπλων και των πολεμιστών.
Μέσα στις εσωτερικές αίθουσες περιπλανάται κάποιος αβοήθητος, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα πήλινο δοχείο. Μέσα σ’ αυτό έχει ρίξει ό,τι θησαυρούς πρόλαβε να συγκεντρώσει, δικούς του ή του άρχοντά του. Δεν πρόλαβε να μαζέψει περισσότερα — μόνο λίγα πολύτιμα αντικείμενα. Δεν βρίσκει πουθενά ασφαλές κρησφύγετο, και καθώς οι ήχοι της μάχης πλησιάζουν, δεν έχει πια χρόνο. Γονατίζει, σπρώχνει το δοχείο σε μια γωνιά και ύστερα βγαίνει προς τη βοερή μάχη και τη μοίρα του.
Αλλά το βασιλικό παλάτι του Βουνιού ερημώνεται από τους νικητές εχθρούς. Δοκάρια, πέτρες και χώμα πέφτουν και σκεπάζουν την αίθουσα όπου βρίσκεται το δοχείο με τον θησαυρό από ασήμι και χρυσάφι· κανείς δεν υποψιάζεται τι κρύβεται κάτω από το σωρό των ερειπίων. Για δύο χιλιάδες χρόνια και μερικές εκατοντάδες ακόμη παραμένει εκεί, ανέγγιχτο και ξεχασμένο.
Μα μια μέρα έρχονται ξένοι άνδρες από μια μακρινή χώρα του βορρά. Με αξίνες και φτυάρια αποκαλύπτουν τα ερείπια του βασιλικού παλατιού· κομμάτι το κομμάτι προχωρούν με κόπο μέσα στις αυλές και τις αίθουσες, ώσπου φτάνουν και στη μικρή εκείνη κάμαρα και βρίσκουν το δοχείο με τον θησαυρό.
Πολλά ευρήματα, που θεωρούνταν ίσως μεγαλύτερης αξίας για τους ίδιους και τους σκοπούς τους, ανέσυραν από τα χαλάσματα. Όμως όταν στο τέλος στέκονται εκεί, μέσα στις εσωτερικές γωνιές του παλατιού, αντικρίζουν το ταπεινό μικρό δοχείο — ένα αθόρυβο μάρτυρα μέσα στο χάος των μεγάλων ιστορικών αναμνήσεων. Είναι η φωνή των θησαυρών, ο απόηχος των γεγονότων που ακόμη αντηχεί στα παιδιά των κατοπινών χρόνων, ραντίζοντας τις γραμμένες σελίδες με την αιώνια ανθρώπινη ανάγκη και συμφορά.
Γιατί η μάχη που μετέτρεψε το μεγαλοπρεπές παλάτι του Βουνιού σε ερείπια δεν έμεινε απλώς μια ανάμνηση έγινε μια γραμμή δύναμης που διατρέχει τους αιώνες, εικόνα του πολέμου και των δεινών του. Μετά την εκστρατεία του Κίμωνα, γιου του Μιλτιάδη, στην Κύπρο στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., μια ελληνική δυναστεία κυβέρνησε στο παλάτι του Βουνιού.
Όμως κοντά εκεί, στη Σόλη, (Σόλους) κατοικούσαν ηγεμόνες φιλικοί προς τους Πέρσες. Έπρεπε να συγκρουστούν, και περίπου μισό αιώνα μετά την εκστρατεία του Κίμωνα —δηλαδή κάπου στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.— το παλάτι του Βουνιού δέχτηκε επίθεση και καταστράφηκε, εκατό χρόνια αφότου είχε θεμελιωθεί.
Τον θησαυρό από χρυσά βραχιόλια και ασημένιες σπείρες, από ασημένια κύπελλα, χρυσά και ασημένια νομίσματα, μπορεί κανείς στις μέρες μας να τον δει σε προθήκη της καλλιτεχνικής αίθουσας Liljevalchs στη Στοκχόλμη. Δίπλα μπορεί επίσης να δει σχέδια και φωτογραφίες, αλλά προπαντός ένα μεγάλο ομοίωμα των ερειπίων, όπου μελετάται το μεγαλοπρεπές παλάτι.
Τα σταθερά αρχαιολογικά ευρήματα, που η αποστολή του λέκτορα Γγέρσταντ (Gjerstad) από την Κύπρο αποκάλυψε και ερεύνησε στον βράχο του Βουνιού, ανήκουν αναμφίβολα στα πιο ενδιαφέροντα της αποστολής. Καμία άλλη κοσμική μνημειακή αρχιτεκτονική αυτής της εποχής, μέσα στον πολιτισμικό κόσμο που είχε επηρεαστεί από τους Έλληνες, δεν έχει αφήσει πίσω της ανάλογα ίχνη.
Στο Βουνί, με τις εντυπωσιακές του αρχιτεκτονικές περιόδους και τις μεταβαλλόμενες πολιτισμικές επιρροές, δημιουργήθηκε μια αξιοσημείωτη εικόνα της ελληνικής αρχιτεκτονικής τέχνης υπό περσική επιρροή. Οι αίθουσες και οι χώροι του, προορισμένοι για δεξιώσεις, λατρεία και για οικιακούς σκοπούς, δίνουν μια εικόνα της ζωής και του περιβάλλοντος ενός Κύπριου ηγεμόνα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.
Ακόμη και μόνη της, η λουτρική εγκατάσταση αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό πολιτισμικό και ιστορικό εύρημα. Εκεί διακρίνονται ήδη στα βασικά της στοιχεία οι μορφές που αργότερα θα χαρακτηρίσουν τα ρωμαϊκά λουτρά.
Όχι λιγότερο σημαντικά ήταν και τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν μέσα και γύρω από το παλάτι, κυρίως τα πολλά αγάλματα ανάμεσα στα αφιερώματα των ιερών χώρων λατρείας.
Ωστόσο, αυτό αποτελούσε μόνο μια λεπτομέρεια μέσα στο έργο που επιτέλεσε η σουηδική αποστολή κατά τα 3½ χρόνια που διήρκεσαν οι εργασίες της στην Κύπρο.
Συνολικά καταμετρήθηκαν περίπου 18.500 ευρήματα, από τα οποία περίπου 10.000 μεταφέρθηκαν στη Σουηδία, ενώ τα υπόλοιπα παρέμειναν στην Κύπρο.
Ένα μικρό μέρος αυτών, περίπου 2.000 αντικείμενα, εκτίθενται από την Παρασκευή στην καλλιτεχνική αίθουσα Liljevalchs στη Στοκχόλμη. Η έκθεση αυτή οργανώθηκε ώστε να μπορέσει να παρουσιαστεί στο συνέδριο των ιστορικών της τέχνης, αλλά έχει όλες τις προϋποθέσεις να προσελκύσει και το ευρύ κοινό.
Μια τόσο πολύπλευρη και πλούσια εικόνα χιλιετιών πολιτιστικής εξέλιξης, με επιρροές από όλους τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, δεν παρουσιάζεται συχνά.
Τα ευρήματα καλύπτουν μια χρονική περίοδο από τη Λίθινη Εποχή έως σχεδόν τη ρωμαϊκή εποχή. Στην έκθεση είναι διατεταγμένα κυρίως κατά χρονολογική σειρά, αλλά η αρχή αυτή δεν τηρήθηκε αυστηρά, ώστε να μην κουράζει τον μη ειδικό επισκέπτη.
Στην πρώτη αίθουσα, ο επισκέπτης αποκτά μια γενική εικόνα των αποτελεσμάτων των ανασκαφών τάφων· εκεί παρουσιάζεται με επιστημονική ακρίβεια η ανακατασκευή ενός τάφου γύρω στο 1000 π.Χ.
Ο σκελετός εκτίθεται ακριβώς όπως βρέθηκε, ανάμεσα στα κτερίσματα: αγγεία με φαγητό, κρασί και άλλα αντικείμενα της καθημερινότητας.
Τα κοσμήματα όμως που η νεκρή είχε μαζί της — τα περιδέραια και οι χρυσές διακοσμήσεις — εκτίθενται ξεχωριστά, αφού μέσα στο σκοτεινό ταφικό δωμάτιο δεν θα μπορούσαν να γίνουν ορατά.
Η έκθεση κυριαρχείται κυρίως από τεράστιες ποσότητες κεραμικών, από τα πρωτόγονα αγγεία της Λίθινης Εποχής, που πλάθονταν χωρίς τροχό, και τα δοχεία των βοσκών για το γάλα, μέχρι τις εντυπωσιακές αμφορείς των νεότερων εποχών.
Ίσως όμως πάνω απ’ όλα, είναι τα αγάλματα που πρόκειται να προκαλέσουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον".
![]() |
Göteborgs Handels och sjöfartstidning 1933-09-01 |
Ερευνητική ομάδα
Inga kommentarer:
Skicka en kommentar