Η ιστοσελίδα μας εντόπισε ένα σπάνιο και ιστορικό δημοσίευμα από τη σουηδική εφημερίδα Expressen, που κυκλοφόρησε λίγο μετά τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963.
Τη συνέντευξη πραγματοποίησε ο δημοσιογράφος Anders Ehnmark στην Αθήνα, στην ταράτσα της κατοικίας του ποιητή στο Παγκράτι, με φόντο την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό.
Πρόκειται για μια από τις πιο ανθρώπινες και βαθιές συνομιλίες που έδωσε ποτέ ο Σεφέρης, όπου μιλά για τη ζωή του, τη νοσταλγία της πατρίδας, τη γλώσσα, τον πόλεμο και την ανάγκη του να γράφει.
Η μετάφραση που ακολουθεί βασίζεται στο πρωτότυπο ρεπορτάζ της Expressen (Νοέμβριος 1963) και διατηρεί το ύφος του Σουηδού δημοσιογράφου, ο οποίος αποτυπώνει τον Έλληνα νομπελίστα ως διπλωμάτη τη μέρα και ποιητή τη νύχτα.
Διπλωμάτης τη μέρα – ποιητής τη νύχτα
Συνέντευξη με τον Γιώργο Σεφέρη
Του Άντερς Ένμαρκ (Expressen, Σουηδία)
Αθήνα. Συνάντησα τον Γιώργο Σεφέρη στην ταράτσα του σπιτιού του στην Αθήνα.
Ένας κοντός άντρας γύρω στα εξήντα, με βλέμμα βαρύ, κουρασμένο και ευγενικό. Κάπνιζε πολύ. Η μέρα ήταν καθαρή και γαλήνια· από εκεί είχε καθαρή θέα προς τους ναούς του και προς τον αρχαίο κόσμο από πέτρα, που ζει ανήσυχα μέσα στα ποιήματά του.
Όταν μιλά, η φωνή του παίρνει έναν τόνο λύπης.
– «Γύρισα στο σπίτι έπειτα από μακριά ταξίδια. Πήρα σύνταξη για να γράψω ποιήματα. Γύρισα για να βρω χρόνο. Πάντα υπήρχαν πόλεμοι, αποστολές, καθήκοντα που μου έπαιρναν τη ζωή. Τώρα έχω μαζί μου μόνο σημειώσεις· θα αρχίσω να γράφω.»
– «Νοστάλγησα τη γλώσσα μου. Ο φίλος μου, ο Άγγλος συγγραφέας Λώρενς Ντάρελ, έγραψε κάποτε ένα ποίημα με τίτλο “Προς τον Σεφέρη, τον Έλληνα”. Αυτός είμαι εγώ.»
Δείχνει τα βουνά που πλαισιώνουν τον ορίζοντα.
Την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό, τη σκιά της Αθηνάς Παλλάδας, και ανάμεσά τους όλα τα ερείπια και τις πέτρες που θρυμματίστηκαν μες στους αιώνες.
Εκεί μέσα, ο Σεφέρης αναζητά στις λέξεις του
«…την κίνηση ενός προσώπου,
την έκφραση ενός συναισθήματος
από αυτά που σπάνια επιβιώνουν πια στη ζωή μας·
εκείνα που έγιναν σκιές μέσα στο άπειρο της θάλασσας.»
– «Εδώ ήμουν πάντα στο σπίτι μου», λέει.
«Για μας η κλασική κουλτούρα δεν είναι μια περασμένη εποχή, αλλά κάτι ζωντανό — η ίδια η μνήμη, αυτό που περνά από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Όταν προφέρουμε τη γλώσσα της αρχαιότητας, την προφέρουμε ίσως λίγο ανάποδα, με πολλές εισαγωγές από ξένες λέξεις· όμως είναι πάντα κομμάτι της δικής μας γλώσσας.»
Πάντα σε ταξίδι
– «Αν αναζητάς υπερβολικά άλλους πολιτισμούς», λέει διστακτικά,
«κινδυνεύεις να χάσεις την αίσθηση του δικού σου τόπου.»
Ο ίδιος ταξίδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών έφυγε για το Παρίσι, τον τελευταίο χειμώνα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για να σπουδάσει νομικά.
– «Βρέθηκα κατευθείαν μέσα στον ντανταϊσμό.
Ανακάλυψα τον Προυστ και συνάντησα όλη τη μοντέρνα ποίηση. Ήταν μια υπέροχη εποχή.»
Έμεινε εκεί έξι χρόνια.
Τη δεκαετία του ’30 έγινε εκείνος που άνοιξε την πόρτα της νέας λογοτεχνίας στην Ελλάδα, όπως ο Άρτουρ Λουντκβιστ στη Σουηδία.
Μετέφρασε και παρουσίασε ποιητές όπως ο T.S. Eliot, ο Έζρα Πάουντ, ο Ελυάρ, ο Μισώ.
Πάνω απ’ όλους, τον Έλιοτ.
Έγινε διπλωμάτης
– «Αγάπησα βαθιά την ποίηση του Έλιοτ.
Με επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον.»
Ο Σεφέρης έγινε διπλωμάτης· δεν υπήρχε άλλος τρόπος τότε να ζήσει κανείς από την ποίηση.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, “Στροφή” (1931), εκδόθηκε με δικά του έξοδα και πούλησε 1.200 αντίτυπα σε τέσσερα χρόνια.
Υπηρέτησε στο Λονδίνο.
– «Ήθελα πολύ να γνωρίσω τον Έλιοτ, αλλά τόλμησα να τηλεφωνήσω μόνο μία φορά. Η γραμματέας του μού είπε πως έλειπε…»
Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, ώσπου ήρθε ο πόλεμος.
Ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση σ’ ένα ανήσυχο ταξίδι μέσα από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
– «Ήταν παράξενα χρόνια στην Αλεξάνδρεια.
Όλοι νοσταλγούσαν την Ελλάδα — ακόμα κι οι ξένοι.
Η Ελλάδα σήμαινε κάτι τότε, μέσα στον πόλεμο.»
Νύχτες άγρυπνες
Τη δεκαετία του ’40 στάλθηκε στη Βηρυτό και έπειτα ξανά στο Λονδίνο, όπου αργότερα έγινε πρέσβης, στα δύσκολα χρόνια της Κυπριακής κρίσης.
– «Θαυμάζω συγγραφείς όπως ο Σατωβριάνδος και ο Κλωντέλ, που κατάφεραν να συνδυάσουν τη δύσκολη διπλωματική υπηρεσία με τη συγγραφή.
Ίσως και τον Σεν-Ζον Περς, αν και εκείνος ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση.»
– «Για μένα, τη δεκαετία του ’30, δούλευε όσο άντεχα. Έγραφα τη νύχτα και δούλευα τη μέρα. Ύστερα όμως η δουλειά έγινε πολύ απαιτητική. Περιορίστηκα στο να κρατώ σημειώσεις, για να μη χάσω το αίσθημα. Γι’ αυτό ζήτησα να συνταξιοδοτηθώ πέρυσι.»
«Τώρα είμαι ελεύθερος»
– «Τώρα είμαι ελεύθερος και μπορώ να γράφω κάθε πρωί, όπως θέλω.
Έχω ήδη δυο-τρία βιβλία έτοιμα — μικρότερης σημασίας, μα πρέπει κανείς να είναι πολύ αυστηρός με τον εαυτό του.»
– «Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η εξωτερική πίεση είναι χρήσιμη — μια πρακτική δουλειά, όπως του μαραγκού, για παράδειγμα.»
Η θέα από το σπίτι του είναι καθαρή και ήρεμη, πάνω από την πόλη και τα ερείπιά της.
Το σπίτι του, στο Παγκράτι, είναι σαν ένα λευκό φρούριο, περιτριγυρισμένο από ψηλό τοίχο και έναν κήπο γεμάτο δέντρα και έντομα που αιωρούνται στον ήλιο.
Η βιβλιοθήκη του, ήσυχη και όμορφη, είναι γεμάτη υφάσματα και βιβλία απ’ όλον τον κόσμο.
Ένας ήσυχος, απομονωμένος κόσμος — ειρηνικός, όπως ο ίδιος ο Σεφέρης όταν μιλά για την ποίηση.
Ο ποιητής και ο λαός
– «Νομίζω πως υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων που καταλαβαίνουν την ποίηση», λέει.
«Οι πολύ εκλεπτυσμένοι και οι πολύ απλοί.
Εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν, είναι οι μεσαίοι — οι μετριοπαθείς.»
Πάνω στο γραφείο του βρίσκονται τόμοι με λαϊκά τραγούδια και παραμύθια.
Μου διαβάζει ένα ποίημα από τους Δελφούς:
«Μια κοπέλα είχε κόκκινα χείλη.
Σκουπίστηκε με ένα μαντίλι και το μαντίλι κοκκίνισε.
Το ’πλυνε στο ποτάμι και το ποτάμι κοκκίνισε.
Το ποτάμι χύθηκε στη θάλασσα — κι η θάλασσα έγινε κόκκινη.
![]() |
| Expressen 1963-11-08 |


Inga kommentarer:
Skicka en kommentar